- μικροπολιτικός
- -ή, -ό (Α μικροπολιτικός, -ή, -όν) [μικροπολίτης]νεοελλ.1. αυτός που ασκεί μικροπολιτική ή που προέρχεται από μικροπολιτική2. το θηλ. ως ουσ. η μικροπολιτικήα) η αναγωγή ασήμαντων θεμάτων σε πρωτεύοντα και η ασχολία τού πολιτικού με μικρά ζητήματα για την εξυπηρέτηση τών συμφερόντων τών πολιτικών φίλων τουβ) η προσπάθεια αντιμετώπισης τού πολιτικού αντιπάλου με επιχειρήματα ανάξια λόγου που απορρέουν από ασήμαντα θέματαγ) η χρησιμοποίηση ποταπών μεθόδων για την αντιμετώπιση τού πολιτικού αντιπάλουδ) η ενασχόληση ενός πολιτικού με παρασκηνιακά θέματαε) η χρησιμοποίηση σκανδαλοθηρικών μεθόδων στην πολιτικήαρχ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μικρή πόλη2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μικροπολιτικόνα) οι πολίτες μικρής πόληςβ) ο χαρακτήρας τού μικροπολίτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < μικροπολίτης. Η λ. μικροπολιτική μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.